- παρεγχρώννυμι
- παρεγ-χρώννυμι,A touch slightly, allude to, Ath.5.215e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεγχρώννυμι — Α μτφ. λέγω ακροθιγώς, υπαινίσσομαι («Θουκυδίδης τὸν Σωκράτην παρενίχρωσε τὸν Πλάτωνος στρατιώτην», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐν + χρώννυμι «αγγίζω»] … Dictionary of Greek